-
1 νιφάς
νιφάς, άδος, ἡ, Schneeslo che; Hom. im plur., Schnee, Schneegestöber, ὥςτε νιφάδες χιόνος πίπτουσι ϑαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12, 278, u. öfter zum Gleichniß der dicht fallenden Geschosse; auch ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν, 3, 222, die Fülle der Beredtsamkeit ausdrückend (vgl. Luc. Dem. enc. b); der sing. nur collectiv gebraucht, Schnee, 15, 170; βρέχετο πολλᾷ νιφάδι, Pind. Ol. 11, 53; u. vom Goldregen des Zeus, 7, 34; auch übertr., τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο, I. 3, 35; λευκοπτέρῳ νιφάδι καὶ βροντήμασι χϑονίοις κυκάτω πάντα, Aesch. Prom. 995; übertr., Spt. 195, von Wurfgeschossen, wie Eur. Andr. 1130. – Auch in Prosa, οὔρεα ἴδῃσι καὶ νιφάσι συνηρεφέα, mit Schnee bedeckt, Her. 7, 111. – Die VLL. erkl. νιφάδες auch durch σταγόνες. – Adjectivisch wie νιφόεσσα braucht es Soph. O. C. 1063, πέτρας νιφάδος.
-
2 πόλεμος
πόλεμος, ὁ (πέλομαι, verwandt ist pello, bellum, eigtl. Getümmel), Kriegsgetümmel, Schlacht, übh. Krieg, Kampf; oft bei Hom., der auch die Form πτόλεμος braucht; bei ihm herrscht, wie bei Hes. die Bdtg Schlacht, bei den Spätern, bes. bei den Att., die Bdtg Krieg im vollen Sinne des Wortes vor; Hom. vrbdt αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε, Il. 1, 177, wie ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε, 492 u. öfter; auch καὶ φύλοπις, 18, 242; στείχειν εἰς πόλεμον φϑισήνορα, 2, 833; οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο, 686, wie ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος 13, 535; πολύδακρυς Ἀχαιῶν, 3, 165, Krieg mit den Achäern, wie ἀνδρῶν, mit Männern, 24, 8 Od. 13, 91; εἶκε πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, Il. 5, 348, u. öfter; τεύχεσιν ἐς πόλεμον ϑωρήσσετο δακρυόεντα, 8, 388, u. oft ὁμοίιος; ἐπί τε πτόλεμος τέτατό σφιν ἄγριος, 17, 736; τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν, ib. 253; auch ὁπότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13, 271; πολέμοιο γέφυρα, s. dieses; Pind. vrbdt μάχαις πολέμου, Ol. 2, 44; πολέμοιο νέφος, N. 10, 9 (wie Il. 17, 243 u. öfter); auch νιφὰς πολέμοιο, I. 3, 35; χαλκοχάρμας, 5, 26, u. öfter; Tragg.: πόλεμον αἴρεσϑαι νέον, Aesch. Suppl. 337. 928; πολέμου στῖφος παρέχοντες, Pers. 20; Soph. Ant. 150; Streit, σᾷ δυςϑύμῳ τίκτουσ' αἰεὶ ψυχᾷ πολέμους, El. 212; πόλεμον συγγόνῳ ϑέσϑαι, Eur. Or. 13; συνῆψέ μοι ὅσῳ πολέμου κρεῖσσον εἰρήνη, Suppl. 488, u. öfter; Ar. u. in Prosa: πρός τινα, Her. 6, 2; ἐπί τινος, Xen. Hell. 3, 2, 22; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος, Plat. Conv. 196 a; καὶ στάσις, Rep. V, 470 b; πόλεμοι καὶ στάσεις καὶ μάχαι vrbdn, Phaed. 66 c; πόλεμος ϑεῶν ist das göttliche Strafgericht, Xen. An. 2, 3, 7 u. Folgde; πόλεμον πολεμεῖν, ποιεῖσϑαι, ἄρασϑαι, ἐκφέρειν, ἐπαγγέλλειν u. ä. S. die Verba.
-
3 τρᾱχύς
τρᾱχύς, ion. u. ep. τρηχύς, rauh, uneben, hart; steinig, felsig; Hom. λίϑος, Il. 3, 308, wie Pind. Ol. 8, 55; ἀκτή, Od. 5, 425; ἀταρπός, 14, 1; Ithaka, 10, 417 u. öfter; Olizon, Il. 2, 717; γῆ, Her. 4, 23; τραχεῖα καὶ χαλεπὴ ὁδός, Plat. Rep. I, 328 e; Ggstz λεῖον, πάϑημα Tim. 63 e; φωνή, 67 c; καὶ λάσιος, Crat. 420 e; τῇ φωνῇ, Xen. An. 2, 6, 9. – Uebtr., hart, heftig, zornig, wild; ὑσμίνη, Hes. Sc. 119; τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο, Pind. I. 3, 35, wie τραχεῖαν ἐγχέων ἀκμάν, P. 1, 10; ἔφεδρος, N. 4, 96, streng; ἅπας δὲ τραχύς, ὅςτις ἂν νέον κρατῇ, Aesch. Prom. 35; εἰ δ' ὧδε τραχεῖς καὶ τεϑηγμένους λόγους ῥίψεις, 311; δικαστής, Ag. 1395; τραχεῖαν ὀργήν, Eur. Med. 447; τὸ τραχὺ τοῦ ἤϑους, im Ggstz von ἥμερον καὶ λεῖον, Plat. Crat. 406 a; ἔρως, Opp. Cyn. 2, 187. – Adv. τραχέως, wie auch das neutr. τραχύ gebraucht wird; τρηχέως περιέπεσϑαι, hart behandelt werden, Her. 5, 1. 81. 7, 211. 8, 18; περισπεῖν, 2, 64; τρηχύτατα περιεφϑῆναι, 8, 27; τραχέως ἔχειν, Isocr. 3, 33; wie Dem. 19, 45, τραχέως δ' ὑμῶν ἐπὶ τῷ μηδὲ προςδοκᾶν σχόντων.
См. также в других словарях:
νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… … Dictionary of Greek